- μυκώμενος
- μῡκώμενος , μυκάομαιlowpres part mp masc nom sgμυκόομαιbecome fungouspres part mp masc nom sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυκάμων — μυκάμων, ονος, ὁ (Α) (δωρ. τ. αντί μυκήμων) αυτός που εκβάλλει συνεχώς μυκηθμούς, ο μυκώμενος, ο γεμάτος μυκηθμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι «μουγκρίζω» + κατάλ. ήμων / ᾱμων (πρβλ. γηρ άμων)] … Dictionary of Greek
μυκητικός — μυκητικός, ή, όν (Α) [μυκητής] αυτός που αναφέρεται στον μυκηθμό ή ο επιτήδειος στο να μυκάται, ο μυκώμενος … Dictionary of Greek